Το ΒΗΜΑ onLine - ΡΕΠΟΡΤΑΖ
ΝΤΩΝΗΣ Δ. ΚΟΥΣΗΣ
H συζήτηση επί της τροπολογίας του κ. Σουφλιά σχετικά με την εκτροπή του Αχελώου στον Θεσσαλικό κάμπο έφερε στο προσκήνιο τη διαχείριση των υδατικών πόρων. Το θέμα αυτό ρυθμίζεται από την Οδηγία Πλαίσιο Υδάτων (ΟΠΥ) 2000/60/EC της Ευρωπαϊκής Ενωσης (EE), που ενσωματώθηκε στη νομοθεσία των κρατών-μελών της EE το 2000. H ΟΠΥ αποτελεί τον γνώμονα στην επίλυση κάθε ζητήματος υδατικών πόρων, υπερισχύοντας εθνικών νόμων.
Τα κράτη-μέλη συμφώνησαν σε χρονοδιάγραμμα εφαρμογής της (καταληκτικό έτος 2015) που προβλέπει, μεταξύ άλλων: έως το 2009 σύνταξη τελικών προγραμμάτων διαχείρισης ανά υδατική περιφέρεια και έως το 2010 διαμόρφωση πολιτικής τιμολόγησης ύδατος με ανάκτηση κόστους (η Ελλάδα ήδη καθυστερεί). H ΟΠΥ διέπεται από αρχές που περιλαμβάνουν το «ο ρυπαίνων πληρώνει», την τιμολόγηση νερού και τη διαχείριση των υδατικών πόρων, σε βάση λεκάνης απορροής ποταμού από αντίστοιχα τοπική διαχειριστική αρχή, ενώ ενστερνίζεται την προσέγγιση της σύγχρονης μηχανικής των υδατικών πόρων για ήπιες παρεμβάσεις.
Εναυσμα για την ΟΠΥ ήταν η υποβαθμισμένη ποιότητα των υδάτων στις χώρες της EE, γι' αυτό η Εισαγωγή της αναδεικνύει ως κύριο στόχο την ποιοτικά καλή κατάσταση των υδάτων. H μακρά και έντονη βιομηχανική δραστηριότητα στις πυκνοκατοικημένες δυτικές και κεντρικές ευρωπαϊκές χώρες καθιστά τον στόχο αυτό ευνόητο, όμως οι ελληνικές προτεραιότητες διαφέρουν. Στην Ελλάδα το κλίμα καθιστά την επάρκεια ύδατος κύριο μέλημα (βλ. σενάρια κλιματικών αλλαγών: ένταση φαινομένων ξηρασίας - πλημμύρας, άνοδος στάθμης της θάλασσας). Ποιότητα και ποσότητα υδάτων συνδέονται (π.χ. υφαλμύρυνση παράκτιων υδροφορέων από υπεράντληση), όμως γενική ρύπανση των υδάτων δεν υφίσταται στην Ελλάδα, κυρίως λόγω της μέτριας πληθυσμιακής πυκνότητας και της περιορισμένης και πρόσφατης βιομηχανικής δραστηριότητας. Εν τούτοις επεισόδια ρύπανσης, και μάλιστα ορατής, υπάρχουν [π.χ. απόρριψη υγρών βιομηχανικών αποβλήτων στον Κηφισό (Αθήνα) και σκουπιδιών στον περιβόητο Κουρουπητό], όπως και αθέατης (λιπάσματα). Ενδεικτικά, μεταξύ των προβλημάτων που αναδεικνύουν την έλλειψη διαχείρισης των υδάτων περιλαμβάνονται:
* Εποχική έλλειψη πόσιμου νερού σε πολλές περιοχές (π.χ. στις Κυκλάδες).
* Ποιοτική υποβάθμιση υδάτων: ευτροφισμός λιμνών / λιμνοθαλασσών (π.χ. Αμβρακικός κόλπος) από τη διάθεση αστικών ή γεωργικών ρυπαντικών φορτίων, υφαλμύρυνση υδροφορέων (π.χ. Αργολικό πεδίο, νησιά Αιγαίου), ρύπανση υπογείων υδάτων από λιπάσματα - φυτοφάρμακα, στραγγίσματα χωματερών και λύματα από βιομηχανίες και κτηνοτροφίες.
* Πτώση της στάθμης υδροφορέων από υπερεκμετάλλευση (π.χ. Θεσσαλικός κάμπος).
H εφαρμογή της ΟΠΥ απαιτεί τη θέσπιση κανονιστικών - διοικητικών διατάξεων και θέτει μια σειρά από καίρια θεσμικά και τεχνικά ζητήματα. Παράλληλα με τις όποιες ανάγκες εναρμόνισης προκύψουν, τίθενται ευθέως και θέματα αρμοδιοτήτων, που η πολιτεία οφείλει να προσεγγίσει ορθολογικά και πέραν περιχαρακωμένων συμφερόντων. Υπενθυμίζεται ότι η διαμάχη ΥΠΕΧΩΔΕ - ΥΠΑΝ ακύρωσε τις διαχειριστικές μελέτες στο B? ΚΠΣ, η δε εμπειρία δείχνει ότι οι συναρμοδιότητες επιβαρύνουν τη λειτουργικότητα (μέχρι παραλύσεως). Βάσει της κείμενης νομοθεσίας, το ΥΠΕΧΩΔΕ ελέγχει την ποιότητα των υδάτων, το ΥΠΑΝ έχει ευθύνη για τη διαχείριση των υδατικών πόρων (που ποτέ δεν άσκησε) και την ενεργειακή χρήση, το υπουργείο Γεωργίας είναι αρμόδιο για τα μεγάλα αρδευτικά έργα (διεκδίκησε δε τη διαχείριση των υδάτων, ισχυριζόμενο ότι η γεωργία καταναλώνει 85% του νερού, ενώ το γεγονός αυτό το αποκλείει ως διαχειριστή!) και το ΥΠΕΣΔΔΑ φροντίζει για την ύδρευση πόλεων άνω των 10.000 κατοίκων, πλην Αθηνών και Θεσσαλονίκης.
Σήμερα γίνεται (κατά)χρηση νερού, χωρίς διαχείριση, ενώ η επάρκεια νερού κατάλληλου για όλες τις χρήσεις αποτελεί προϋπόθεση ευημερίας! H ΟΠΥ μπορεί να οδηγήσει σε ορθή διαχείριση των υδάτων. Υστερα από τις συνεχείς αποτυχίες και την έλλειψη πολιτικής για τους υδατικούς πόρους, είναι καιρός η πολιτεία να ενεργοποιήσει την Κεντρική Υπηρεσία Υδάτων. Επισημαίνεται η απουσία ενιαίας και προσβάσιμης τράπεζας υδρολογικών δεδομένων παρά τις χρηματοδοτήσεις (B? ΚΠΣ, πιθανώς Γ? ΚΠΣ): το ΥΠΕΧΩΔΕ παρέλαβε τα έργα Υδροσκόπιο και το διάδοχό του ΕΤΥΜΠΣ παρά τη μη τήρηση της συμβατικής υποχρέωσης για προσβασιμότητα των δεδομένων. Πώς να ελεγχθεί η χρησιμότητα του έργου;
Με στόχο τη βέλτιστη διαχείριση των υδάτων, ο νόμος καλείται να ρυθμίσει το πλέγμα των θεμάτων ποσότητας - ποιότητας των υδάτων και διοικητικής - τεχνικής υποδομής (συλλογή στοιχείων - δίκτυα μετρήσεων - βάσεις δεδομένων). Μονάδα αναφοράς είναι η λεκάνη απορροής ποταμού (ΛΑΠ). H κλίμακα της ΛΑΠ είναι καθοριστική υδρολογικά και διοικητικά, διότι ένας διαχειριστής αξιοποιεί τα δεδομένα τόσο πιο σωστά όσο η κλίμακα πληροφορίας ταιριάζει στην κλίμακα λήψης αποφάσεων. H Γαλλία χωρίζεται σε μόλις επτά ΛΑΠ, μέσου μεγέθους 75.000 τετρ. χιλιομέτρων, ενώ παρεμφερείς είναι οι συνθήκες σε Γερμανία και Ισπανία. Σε σύγκριση με αυτό το μέτρο, το μέσο ελληνικό υδατικό διαμέρισμα είναι τουλάχιστον 10 φορές μικρότερο (μη λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαιτερότητα των νησιών), αν και συχνά περιέχει πλέον του ενός ποταμούς με εκβολές στη θάλασσα.
Επειδή οι συνθήκες στην Ελλάδα διαφέρουν αρκετά από αυτές του προτύπου της ΟΠΥ, απαιτούνται ρυθμίσεις για να λειτουργήσουν οι τοπικές διαχειριστικές αρχές κατά το σκεπτικό της ΟΠΥ για τη λήψη αποφάσεων από τους άμεσα θιγομένους. H μεταφορά αρμοδιοτήτων από το κεντρικό κράτος στις τοπικές κοινωνίες είναι βασική διοικητική επιλογή της EE. Σημαντικό ζήτημα σε αυτό το πλαίσιο θα είναι η μεταφορά ύδατος εκτός των ορίων των ΛΑΠ, ζήτημα καίριο στην εκτροπή του Αχελώου και στην ύδρευση της Αθήνας. Οπωσδήποτε πρέπει να εξεταστεί η λειτουργία των τοπικών διαχειριστικών αρχών σε σχέση με το κεντρικό κράτος και τους ΟΤΑ. Ιδανικά, η διαχείριση των υδάτων απαιτεί σύμπτωση του φυσικού με το διοικητικό πεδίο. H Ελλάδα πάσχει από κατακερματισμό σε 13 περιφέρειες και 14 υδατικά διαμερίσματα, με ανεπαρκή σύμπτωση, αντί διάρθρωσης στη βάση ολίγων ευμεγέθων διοικητικών μονάδων. Χρειάζονται πρόνοιες και συνείδηση του κοινωνικού καλού για να λειτουργήσει ένα σύστημα όπου οι διοικητικές και υδατικές μονάδες δεν ταυτίζονται.
Ο ισχυρισμός του ΥΠΕΧΩΔΕ ότι η εκτροπή του Αχελώου γίνεται για περιβαλλοντικούς λόγους είναι λογικά αστήρικτος. Τα περιβαλλοντικά προβλήματα του Θεσσαλικού κάμπου είναι ανθρωπογενή. Προκλήθηκαν από ανεξέλεγκτες αντλήσεις νερού, συνεχώς αυξανόμενου βάθους (πλέον των 400 μ.) για την άρδευση μεγάλων εκτάσεων υδροβόρων καλλιεργειών βαμβακιού, με κίνητρο επιδοτήσεις της EE που λήγουν το 2013! Οι υπεραντλήσεις οδήγησαν στην πτώση του υδροφόρου ορίζοντα, μειώνοντας την τροφοδοσία του Πηνειού. Στην πράξη η εκτροπή του Αχελώου, για τη δήθεν διάσωση του Πηνειού, επιβραβεύει τη σπατάλη νερού από μια πρακτική που παραβιάζει την αρχή της βιώσιμης χρήσης νερού! Ο Θεσσαλικός κάμπος θα λειτουργούσε υδρολογικά απρόσκοπτα με καλλιέργειες που ταιριάζουν στις κλιματικές του συνθήκες. Οταν η γεωργία στρέφεται σε υδροβόρες καλλιέργειες, οι αρδεύσεις πρέπει να βελτιστοποιούν την κατανάλωση νερού (παρακολούθηση του υδρολογικού ισοζυγίου και της υδραυλικής δίαιτας του υδροφορέα). Με εργαλείο την τιμολόγηση νερού, ασφαλώς και θα επιλέγονταν κατάλληλες καλλιέργειες. Βεβαίως δεν πρέπει να παραβλέπονται τα συμφέροντα των εργοληπτικών εταιρειών στην εκτροπή του Αχελώου.
Κλείνω με σκέψεις που αφορούν τη δομή του υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων. Αυτή η δομή είναι ο πυρήνας του προβλήματος. Το ίδιο υπουργείο εποπτεύει τον παρεμβαίνοντα στο περιβάλλον και αυτόν που υποτίθεται ότι το προστατεύει. Ελέγχων και ελεγχόμενος ταυτίζονται, άρα δεν υπάρχει έλεγχος! Σε κανένα προηγμένο ευρωπαϊκό κράτος τα Δημόσια Εργα και το Περιβάλλον δεν συνυπάρχουν κάτω από την ίδια στέγη! Στις δε ΗΠΑ η ομοσπονδιακή Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος (USEPA, οντότητα σε επίπεδο υπουργείου) ελέγχει τους πάντες, και την κυβέρνηση. H προφανής απουσία περιβαλλοντικής πολιτικής του ελληνικού κράτους γεννά την υποψία ότι δεν είναι τυχαία αυτή η ελληνική πρωτοτυπία.